ξεφράζω

ξεφράζω
1. αφαιρώ το φράχτη ή το εμπόδιο
2. ξεβουλλώνω κάτι που έχει φράξει, εκφράσσω («ξέφραξα την αποχέτευση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-φράσσω (αόρ. ἐξ-έφραξα), βλ. και λ. ξ(ε)-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξεφράζω — ξέφραξα, ξεφράχτηκα, ξεφραγμένος, αφαιρώ το φράχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκφράσσω — και ξεφράζω (Μ ἐκφράζω, Α ἐκφράσσω, αττ. τ. ἐκφράττω) βγάζω τον φραγμό, παραμερίζω το φράγμα, ανοίγω κάτι βουλλωμένο, φραγμένο, ξεφράζω, ξεβουλλώνω, ξεστουπώνω …   Dictionary of Greek

  • ξέφραγμα — το [ξεφράζω] αφαίρεση τού φράχτη …   Dictionary of Greek

  • ξέφραγος — η, ο 1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος 2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω] …   Dictionary of Greek

  • προεκφράττω — Α εκφράσσω προηγουμένως, εξουδετερώνω την απόφραξη εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐκφράττω «βγάζω τον φραγμό, ξεφράζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”